ὑποκριτικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… … Dictionary of Greek
ὑποκριτικά — ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc pl ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc/acc dual ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικῶν — ὑποκριτικός belonging to fem gen pl ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικόν — ὑποκριτικός belonging to masc acc sg ὑποκριτικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικοί — ὑποκριτικός belonging to masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικοῦ — ὑποκριτικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικούς — ὑποκριτικός belonging to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικωτάτη — ὑποκριτικός belonging to fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκριτικῆς — ὑποκριτικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)